λεοντώδης

λεοντώδης
-ες (Α λεοντώδης, -ῶδες) [λέων]
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντοειδής («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», Πλούτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντῶδες
α) η φύση τού λιονταριού («ἡ δ' αὐθάδεια καὶ δυσκολία ψέγεται οὐχ ὅταν τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», Πλάτ.)
β) η γενναιότητα, η γενναιοψυχία («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες αὐτοῡ», Πλούτ.). Επιρρ. λεοντωδῶς (Α)
σαν λιοντάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεοντώδης — lion like masc/fem acc pl (attic epic doric) λεοντώδης lion like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λεοντώδης lion like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντώδει — λεοντώδης lion like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λεοντώδης lion like masc/fem/neut dat sg λεοντώδεϊ , λεοντώδης lion like dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντώδη — λεοντώδης lion like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λεοντώδης lion like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεοντώδης lion like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντῶδες — λεοντώδης lion like masc/fem voc sg λεοντώδης lion like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντώδεις — λεοντώδης lion like masc/fem acc pl λεοντώδης lion like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντωδῶς — λεοντώδης lion like adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντώδεσιν — λεοντώδης lion like masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντώδους — λεοντώδης lion like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԻՒԾԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 0305 Chronological Sequence: Unknown date գ. Որպէս յն. առիւծատեսակ. λεοντώδης leoninus Հզօր. հզօրագոյն. *Առիւծագոյն քան զգազանս. Կոչ. ՟Բ: ԱՌԻՒԾԱԳՈՅՆ. Ունօղ զգոյն առիւծու. *Ակատն նման է յակնթի տեսլեամբ, եւ է որ առիւծագոյն է. Տօնակ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”